Γραφικός οικισμός του κοντά στην θάλασσα με υπέροχη αμμουδιά Οι ενδείξεις από ευρήματα για την εμφάνιση ζωής χρονολογούνται 14ο αιώνα. Η παράδοση αναφέρει ότι ένα ποτάμι τη διέσχιζε και παρείχε ποσότητες νερού ικανές για να δουλέψει ένα υδροληπτικό εργαστήριο επεξεργασίας μάλλινων ενδυμάτων. Τριστινίκα είναι υποκοριστικό και σημαίνει μικρή τρίστα (μικρή υδρίστρια), κατά άλλους στο χώρο εκείνο έγινε μια μάχη όπου οι επιδρομείς ήτανε τριπλάσιοι απ΄ τους κατοίκους και για να νικήσουν έπρεπε ο καθένας να σκοτώσει τρείς τουλάχιστον (τρεις και νίκα)
Η Όλυνθος είναι αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, χτισμένη σε μια εύφορη πεδιάδα, στο μυχό του κόλπου της Τορώνης, κοντά στη βάση της χερσονήσου της Παλλήνης (σήμερα Κασσάνδρας), σε απόσταση 60 σταδίων (11,5 χλμ περίπου) από την Ποτίδαια και 4 χλμ από τη θάλασσα. Ιστορικά στοιχείαΗ τοποθεσία κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή (5300-4500 π.Χ.), η λέξη "Όλυνθος" είναι προελληνική και σημαίνει, πιθανόν, "αγριοσυκιά". Σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι από τον Όλυνθο, γιο του ποτάμιου θεού Στρυμόνα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η πόλη κατακτήθηκε από τους Βοττιαίους της Ημαθίας τον έβδομο αιώνα π. Χ. Η περιοχή άνηκε σε μια θρακική φυλή, τους Βοττιείς, οι οποίοι την κατείχαν μέχρι το 479 π.Χ.. Εκείνη τη χρονιά ο Πέρσης στρατηγός Αρτάβαζος υποπτεύθηκε ότι ετοιμαζόταν αποστασία της πόλης από το Μεγάλο Βασιλιά . Ο Αρτάβαζος κατέσφαξε τους κατοίκους και παρέδωσε την έρημη πόλη στους Χαλκιδείς των πέριξ. Ως μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, η Όλυνθος πρέπει να ήταν σχετικά ασήμαντη, γιατί αναφέρεται να συνεισφέρει 2 Τάλαντα ενώ οι γειτονικές Σκιώνη, Μένδη και Τορώνη έδιναν 9, 8 και 6 αντίστοιχα. Το 432 γίνεται έδρα του κοινού των Χαλκιδέων, το οποίο σχηματίστηκε με παρότρυνση του Περδίκκα, βασιλιά των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να μετοικίσουν αρκετοί Χαλκιδείς από γειτονικούς οικισμούς. Την ίδια χρονιά αποσπάται, οριστικά, από την Αθηναϊκή συμμαχία. Ο Βρασίδας τη χρησιμοποίησε σα βάση για την εκστρατεία του το 424 . Τον 4ο αι. αποκτά σημαντική πολιτική δύναμη , ως κεφαλή του κοινού των Χαλκιδέων. Μαρτυρίες για τη δράση του κοινού των Χαλκιδέων μπορούν να ανιχνευτούν από τον καιρό της Ειρήνης του Νικία ( 421 πΧ ) , όταν βρίσκουμε τους Χαλκιδείς να κινούνται διπλωματικά από κοινού και να εντάσσονται στη συμμαχία του Άργους. Έχουν βρεθεί νομίσματα του κοινού που χρονολογούνται, με βεβαιότητα, από το 405 πΧ. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, το κοινό ιδρύθηκε πριν το τέλος του 5ου αι. και το κίνητρο σχηματισμού του ήταν η αυτοπροστασία από ενδεχόμενη Αθηναϊκή επίθεση. Μετά το πέρας του πελοποννησιακού πολέμου η ανάπτυξη του κοινού ήταν γρήγορη. Γύρω στο 390 π.Χ. βρίσκουμε τους Χαλκιδείς να συνάπτουν σημαντική συμφωνία με το βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα και μέχρι το 382 είχαν συμπεριλάβει στο κοινό των Χαλκιδέων πολλές ελληνικές πόλεις δυτικά του Στρυμόνα, μεταξύ των οποίων και η Πέλλα. Εκείνη τη χρονιά ( 382 π.Χ.) η Σπάρτη ενέδωσε στις εκκλήσεις της Ακάνθου και της Απολλωνίας, οι οποίες φοβούνταν ότι θα καταλαμβάνονταν από τους Χαλκιδείς, να εκστρατεύσει εναντίον της Ολύνθου. Μετά από τριετή πόλεμο χωρίς νικητή, οι Χαλκιδείς συμφώνησαν να διαλύσουν το κοινό (379). H "διάλυση" ήταν τυπική, γιατί βρίσκουμε δύο χρόνια αργότερα το κοινό ανάμεσα στα μέλη της Αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας (378-7). Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του Φιλίππου στη Μακεδονία, ο Δημοσθένης παρουσιάζει την Όλυνθο ισχυρότερη από την εποχή πριν την Σπαρτιατική εκστρατεία. Η πόλη, κατά γενική παραδοχή, ήταν πρώτου μεγέθους και το κοινό περιλάμβανε 32 πόλεις. Στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στην Αθήνα και τους συμμάχους της, το 357-55 , η Όλυνθος ήταν αρχικά σύμμαχος του Φίλιππου. Αργότερα , θορυβημένοι οι Χαλκιδείς από την αύξηση της δύναμης του Φίλιππου, σύναψαν συμμαχία με την Αθήνα αλλά, παρά τις προσπάθειες της τελευταίας και ειδικά του Δημοσθένη, η πόλη παραδόθηκε στο Φίλιππο (348), ο οποίος την κατέσκαψε. Αρχαιολογικά στοιχείαΗ πόλη των κλασικών χρόνων ήταν δομημένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα, σε έκταση 600Χ300μ., με οικοδομικά τετράγωνα που χωρίζονταν από οριζόντιες και κάθετες οδούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν έχει βρεθεί το θέατρο της πόλης. Τα σπίτια είχαν δύο ορόφους, με εσωτερική αυλή. Στα νότια βρισκόταν η αγορά και στα ανατολικά τα σπίτια των πλουσίων. Ανάμεσα στις επαύλεις που ανασκάφηκαν είναι αυτές της Αγαθής Τύχης, του Ηθοποιού, καθώς επίσης και των Διδύμων Ερώτων. Σε αυτές βρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα, αγγεία, κοσμήματα και πήλινα ειδώλια. Τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα ήρθαν στο φως το 1928. Οι πιο πρόσφατες ανασκαφές έγιναν τη δεκαετία του ' 90. Αρχαιολογικό Μουσείο ΟλύνθουΣτον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Ολύνθου λειτουργεί από το 1998 Αρχαιολογικό Μουσείο. Σκοπός του μουσείου είναι να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα στους επισκέπτες για την ιστορία της αρχαίας πόλης αλλά και να περιγράψει τις ανασκαφές και την αναστήλωση. Όλα αυτά γίνονται αποκλειστικά με οπτικοακουστικά μέσα.
Κατά την Μυθολογία, η Τορώνη ήταν σύζυγος του Πρωτέα, γιού του Ποσειδώνα. Ίχνη προϊστορικών οικισμών της 3ης π.Χ. χιλιετίας και πολλά άλλα απομεινάρια αρχαίων, παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί, κάστρα κ.α. μαρτυρούν ότι η περιοχή κατοικείται συνεχώς από την Νεολιθική εποχή. Την αρχαία Τορώνη την ίδρυσαν Χαλκιδείς άποικοι τον 8ο αιώνα π.Χ.. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η Τορώνη ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Χαλκιδικής. Είχε δικό της νόμισμα και αποτελούσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ο Θουκυδίδης εξιστορεί ότι το 423 π.Χ. την κατέλαβε o Σπαρτιάτης Βρασίδας. Το 348 π.Χ. η πόλη περιήλθε στο κράτος του Φιλίππου Β'. Το 168 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και η πόλη παρήκμασε. Στην ΒυΖαντινή εποχή η περιοχή ήταν μετόχια αγιορείτικων μονών. Τα ισχυρά τείχη της κ.α. κτίσματα καταστράφηκαν το 19ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους γρανιτόλιθους, με τους οποίους ήταν χτισμένα, για την επίστρωση κεντρικών οδών της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.Σύμφωνα με τα πρόσφατα αποτελέσματα των ανασκαφών, διαπιστώθηκε οτι o χώρος κατοικείται συνέχεια από το τέλος της νεολιθικής εποχής έως την τουρκοκρατία. Εχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είναι όμως πολύ αποσπασματικά, αφού έχουν καταστραφεί λόγω της συνεχούς χρήσης του χώρου.Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τους ανασκαφείς στο νεκροταφείο του οικισμού της εποχής σιδήρου, η διάρκεια του οποίου θεωρείται οτι καλύπτει το διάστημα από τα τέλη τoυ 2ου αι. έως τα μέσα τoυ 9ου αι.. Στο νεκροταφείο αυτό ανασκάφηκαν 134 τάφοι, των οποίων οι 118 περιείχαν καύσεις και 16 απλούς ενταφιασμούς. Ήρθαν στο φως 500 αγγεία, που είχαν χρησιμοποιηθεί, είτε ως τεφροδόχοι, είτε ως κτερίσματα των νεκρών.