Στο μέσο περίπου της Αθωνικής Χερσονήσου και στη βόρεια πλευρά της βρίσκονται οι Καρυές, το αμφικτυονικό κέντρο της μοναστικής πολιτείας. Ο οικισμός αυτός βρίσκεται κτισμένος μέσα σε περιβάλλον έντονης βλάστησης. Σημείο αναφοράς του ο ναός του Πρωτάτου, 10ου αιώνα, με την εικόνα του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου, τον Πύργο του, το κτίριο της Ιεράς Κοινότητας, δέκα εννέα κονάκια (αντιπροσωπεία) μοναστηριών εκτός της κοντινής στις Καρυές μονής Κουτλουμουσίου. Επίσης υπάρχουν εδώ το κτίριο της Διοίκησης του Αγίου Όρους που υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών, (http://www.mfa.gr/ ) της Αστυνομίας, Ιατρείο, ταχυδρομείο και τηλεγραφείο, ραφείο, βιβλιοπωλείο, παντοπωλεία, διάφορα καταστήματα και εργαστήρια. Στις Καρυές και στην ευρύτερή της περιοχή υπάρχουν περισσότερα απo πενήντα Κελλιά, πολλά από τα οποία έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία όπως του Ραβδούχου, πρώην μονύδριο του 10ου αιώνα και του Φουρνά. Οι Καρυές ιδρύθηκαν τον 9ο αιώνα, όταν οι μοναχοί πολλοί μοναχοί μετακινήθηκαν προς την περιοχή της σχηματίζοντας την Λαύρα των Καρυών. Η Λαύρα των Καρυών αναγνωρίστηκε ως πρώτη από όλα τα τότε μοναστικά ιδρύματα, και ο επικεφαλής της ονομάστηκε Πρώτος του Αγίου Όρους. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λόγω συνθηκών, μεταβιβάστηκαν οι περισσότερες εκτάσεις και εξαρτήματα της Λαύρας των Καρυών και του Πρώτου, σε μονές του Αγίου Όρους. Σήμερα συνέχεια των τότε θεσμών, είναι η Ιερά Κοινότητα και η Ιερά Επιστασία με επικεφαλής τον Πρωτοεπιστάτη. Οι μοναχοί που την απαρτίζουν την Ιερά Κοινότητα -αντιπρόσωποι των είκοσι Ιερών Μονών - διαμένουν στις Καρυές.
ΜΟΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Κοντά στη Μονή Διονυσίου, δυτικά του Άθω, και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, μέσα σε μία εντυπωσιακή χαράδρα που σχηματίζουν τα γειτονικά ψηλά βουνά, βρίσκεται η Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Μονής στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον Παύλο Ξηροποταμινό, τον πνευματικό άνδρα και ερημίτη, σύγχρονο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη και ιδρυτή και της Μονής Ξηροποτάμου. Είναι πιθανό, ο Όσιος Παύλος ν’ αποσύρθηκε από τη Μονή Ξηροποτάμου σε κάποιο μικρό κελί της περιοχής, που σταδιακά εξελίχθηκε στη Μονή Αγίου Παύλου. Η Μονή θα ακολουθήσει τη δική της πορεία και ύστερα από δύο αιώνες από την ίδρυσή της, πιθανότατα λόγω της ερήμωσής της, θα υποβιβασθεί σε κελί, χάνοντας τον τίτλο της κυρίαρχης Μονής. Το 1370, θα παραχωρηθεί σε δύο Σέρβους μοναχούς, τον Γεράσιμο και τον Αντώνιο, που με σκληρή δουλειά θα την επαναφέρουν στην αρχική κυρίαρχη θέση της. Από τότε και μέχρι την περίοδο της τουρκοκρατίας η Μονή θα ενισχυθεί από Βυζαντινούς Αυτοκράτορες και Δεσπότες, καθώς και Σέρβους ηγεμόνες. Μεταξύ των ευεργετών της θα καταγραφεί και η Χριστιανή Πριγκίπισσα Μάρα, κόρη του Βράνκοβιτς, σύζυγος του Οθωμανού Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μητέρα του μελλοντικού πορθητή της Κωνσταντινούπολης, Μωάμεθ Β΄. Η Μάρα, που κράτησε, παρά το γάμο της, τη χριστιανική της πίστη, θα δωρίσει στη Μονή χρήματα και μετόχια και αργότερα, μετά την άλωση της Πόλης, θα προσφέρει στην Αγίου Παύλου, τα δώρα των τριών μάγων, ιερό κειμήλιο και τουρκικό λάφυρο της άλωσης. Η ιστορία της Μονής θα είναι παράλληλη με αυτή των υπολοίπων Μονών του Άθω. Οι σκληρές δοκιμασίες από ληστρικές επιδρομές, η βαριά φορολογία από τους Τούρκους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, αλλά και καταστροφές από πυρκαγιές και πλημμύρες, θα τη φέρουν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Συμπαραστάτες στην προσπάθεια της Μονής να επιβιώσει θα είναι ηγεμόνες και πιστοί από τις παραδουνάβιες χώρες και τον ευρύτερο χώρο του ελληνισμού, που θα την ενισχύσουν οικονομικά και θα την βοηθήσουν να διευρύνει τις κτιριακές της εγκαταστάσεις. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιλαμβάνει 508 χειρόγραφα, 14.000 έντυπα και αρκετά χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα και πατριαρχικά σιγίλλια. Μεταξύ των πολλών κειμηλίων της, συγκαταλέγονται Τίμιο Ξύλο, μέρος από τα δώρα των Μάγων και εικόνες, μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Το Καθολικό της τιμάται στο όνομα της Υπαπαντής και εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου.
ΜΟΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
Στη νοτιοδυτική ακτή του Όρους, λίγο μετά το λιμάνι της Δάφνης, σ’ έναν πελώριο βράχο 300 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στέκεται το επταόροφο μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, το πιο τολμηρό οικοδόμημα του Αγίου Όρους. Ιδρυτής της είναι ο Όσιος Σίμων, που μόνασε στο Όρος τον 13ο αιώνα και έδωσε αρχικά στο μοναστήρι το όνομα «Νέα Βηθλεέμ». Κύριος ευεργέτης της Μονής υπήρξε ο Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ουγγλέσης, που το 1362 μ.Χ., με σημαντική του δωρεά, θα βοηθήσει στην αποπεράτωσή της. Η Μονή θα δοκιμασθεί σκληρά από πυρκαγιές στα 1580 και 1622, με αποτέλεσμα να φτάσει σε πλήρη ερήμωση στις αρχές του 17ου αιώνα. Στα 1762 στην έρημη Μονή θα μονάσει για λίγο ο Ρώσος μοναχός Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ, που με άλλους μοναχούς θα προσπαθήσει ν’ αναβιώσει το μοναστήρι. Η παραμονή του Παϊσιου θα είναι μικρή, αλλά το έργο του θα συνεχίσει ο μοναχός Ιωάσαφ από τη Μυτιλήνη. Η Σιμωνόπετρα, μετά την ιδιορρυθμία, στην οποία είχε περιέλθει, γίνεται πάλι κοινόβια στα 1801, αλλά μετά από τα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κατοχής του Αγίου Όρους, από το 1821 έως το 1830, γνωρίζει την ολοκληρωτική καταστροφή από φοβερή πυρκαγιά το Μάιο του 1891. Οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία θα επιτρέψει την ανέγερση του μοναστηρίου και του Καθολικού του και, παρά τις συχνές καταστροφές της, η Σιμωνόπετρα περνά μία νέα πνευματική άνθηση μετά την εγκατάσταση νέων μοναχών από τα Μετέωρα. Η αρχιτεκτονική διάταξη των κτιρίων της Μονής, λόγω του περιορισμένου της χώρου, διαφέρει από τα υπόλοιπα μοναστήρια του Όρους. Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Μεταξύ των κειμηλίων της Μονής συγκαταλέγονται Τίμιο Ξύλο, άμφια, σταυροί, εγκόλπια, εικόνες και πολλά λείψανα Αγίων, όπως το αριστερό χέρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, το πόδι του Αγίου Διονυσίου και η κάρα του Αγίου Μάρτυρα Σεργίου, που φέρει και μία μικρή ουλή προερχόμενη από κτύπημα που έγινε σ’ αυτόν κατά την διάρκεια του μαρτυρίου του.
ΜΟΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ
Τριακόσια μέτρα ψηλά από τη θάλασσα, μισή ώρα από το μοναστήρι του Καρακάλλου, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, βρίσκεται μία από τις παλαιότερες Μονές του Αγίου Όρους, η Ιερά Μονή Φιλοθέου. Η παράδοση αναφέρει ότι το μοναστήρι κτίστηκε από τον Όσιο Φιλόθεο, σύγχρονο του Αγίου Αθανασίου, πριν το 972, και ονομαζόταν παλιά Μονή Φτέρης. Από τους κυριότερους ευεργέτες στα πρώτα χρόνια της Μονής υπήρξε ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Βοτανειάτης και αργότερα άλλοι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες της Δυναστείας των Παλαιολόγων. Τον 13ο αιώνα ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν, γνωστός για τη βοήθειά του στα μοναστήρια του Άθωνα, θα ενισχύσει τη Μονή Φιλοθέου. Συνέπεια της βοήθειας αυτής θα είναι ότι σημαντικό μέρος των μοναχών της, στην περίοδο εκείνη, θα είναι σερβικής καταγωγής. Από τις πιο έντονες προσωπικότητες που θα μονάσουν στη Φιλοθέου θα είναι ο Ηγούμενος της Μονής Διονύσιος, στις αρχές του 16ου αιώνα, ιδρυτής της Μονής του Αγίου Διονυσίου «του εν Ολύμπω». Μεταξύ των ευεργετών της θα συμπεριληφθούν, τον 17ο και 18ο αιώνα, ο Τσάρος της Ρωσίας Μιχαήλ και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, που θα την ενισχύσουν και θα επιτρέψουν στους μοναχούς της να διενεργούν εράνους για την οικονομική της ενίσχυση. Μόνιμη αιτία διένεξης της Μονής Φιλοθέου με την Μονή της Μεγίστης Λαύρας υπήρξαν τα Κελιά του Μιλοποτάμου και Κραββάτου, που διεκδικούσαν και οι δύο Μονές. Τελικά, στα τέλη του 16ου αιώνα, με πατριαρχικά σιγίλια, επιδικάσθηκαν στην Μονή της Λαύρας. Από τη Μονή Φιλοθέου προέρχεται μία από τις σημαντικότερες μορφές του Ορθόδοξου μοναχισμού, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Φεύγοντας από εκεί θα κηρύξει στους σκλαβωμένους Έλληνες το Ευαγγέλιο, μέχρι να βρει μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους, τον Αύγουστο του 1779. Το 1900 η Μονή θα βρεθεί σε άσχημη οικονομική κατάσταση και θα βοηθηθεί από την Ιερά Κοινότητα που θ’ αναλάβει την κηδεμονία της. Από τα πλέον αξιόλογα κειμήλια της Μονής Φιλοθέου θεωρείται η φορητή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, που η παράδοση θέλει να έχει σωθεί από τη μανία της εικονομαχίας, για να φτάσει μόνη της στο Άγιον Όρος, και το χέρι του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, χάρισμα του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Στην Τράπεζα της Μονής υπάρχουν τοιχογραφίες του 1540 από τον Αγιογράφο Τζώρτζη, από την Κρήτη. Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και στη Μονή υπάγονται 12 Κελιά, που είναι κτισμένα στην γύρω περιοχή και άλλα 2 στις Καρυές.
ΜΟΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
Μεταξύ των Μονών της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων, σε υψόμετρο 200 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, βρίσκεται μία από τις παλαιότερες Μονές του Αγίου Όρους, η Ιερά Μονή Καρακάλλου. Η Μονή εμφανίζεται σε αγιορείτικα έγγραφα και Τυπικά στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., περίοδο στην οποία τοποθετείται ιστορικά και η ίδρυσή της. Σύμφωνα με τις αγιορείτικες παραδόσεις όμως, η ίδρυσή της τοποθετείται πολύ νωρίτερα. Βασισμένες στ’ όνομά της, θεωρούν σαν κτίτορά της το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, γνωστό σαν Καρακάλλα, που βασίλευσε στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Η Μονή όμως είναι σαφώς μεταγενέστερη. Όσον αφορά τ’ όνομά της, ίσως να οφείλεται σε κάποιον μοναχό ή Ηγούμενο Καράκαλλα, συνηθισμένο βυζαντινό όνομα της εποχής. Η μοίρα της Μονής θα είναι κοινή μ’ αυτήν των υπολοίπων Μονών του Αγίου Όρους. Μετά από την περίοδο της ακμής, θ’ ακολουθήσει το 1204 η Λατινοκρατία και μετά από αυτήν οι διώξεις του ενωτικού Μιχαήλ Η΄. Την καταστροφή θα συμπληρώσουν οι επιδρομές των Καταλανών στις αρχές του 14ου αιώνα. Παρά τις συνεχείς καταστροφές, η Μονή θ’ αυξήσει τον αριθμό των μοναχών της και θ’ αποκτήσει από δωρεές μετόχια και εξαρτήματα. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας σημαντική βοήθεια θα της δοθεί από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Πέτρου, που θα μονάσει εκεί. Στην επανάσταση του 1821 η Καρακάλλου θα συμμετάσχει ενεργά και μετά από τη δεκαετή τουρκική κατοχή θ’ αποτελέσει, στο τέλος του 19ου αιώνα, τόπο ησυχασμού των Ρώσων μοναχών. Το 1875 μία πυρκαγιά θα καταστρέψει μεγάλο μέρος της Μονής, θα διασωθεί όμως το Καθολικό της, το οποίο είναι έργο του 16ου αιώνα. Στη βιβλιοθήκη της Μονής υπάρχουν 300 περίπου χειρόγραφα-τα 42 είναι πάνω σε περγαμηνή-όπως και 3.000 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων της περιλαμβάνονται Τίμιο Ξύλο, εγκόλπιο, σταυροί, λείψανα Αγίων, με σπουδαιότερα αυτά του Αγίου Οσιομάρτυρα Γεδεών, που μαρτύρησε στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Στη Μονή ανήκουν 14 Κελιά, σκορπισμένα στο δάσος, και άλλα 4 στις Καρυές. Η Μονή εορτάζει τη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και το Καθολικό της κτίστηκε το 1548 και τοιχογραφήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Στο τέμπλο του φέρει την εξαίρετη εικόνα των 12 Αποστόλων, έργο του Ιερομόναχου Διονυσίου από τα Άγραφα με χρονολογία 1722.
ΜΟΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
Δυτικά του Αγίου Όρους, σε ύψος 30 μέτρων από τη θάλασσα, μεταξύ των Μονών Ξενοφώντος και Ζωγράφου, βρίσκεται η Μονή του Δοχειαρίου. Η αγιορείτικη παράδοση αναφέρει ότι η Ιερά Μονή Δοχειαρίου ιδρύθηκε από τον μοναχό Ευθύμιο, μαθητή του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Ο Ευθύμιος, αφού μόνασε στη Λαύρα έχοντας το διακόνημα του Δοχειάρη, ίδρυσε στη νοτιοδυτική πλευρά του Άθω τη νέα Μονή, που πήρε το όνομά της από το διακόνημα του ιδρυτή της. Από τις αρχές του 11ου αιώνα η Μονή αναφέρεται σε αγιορείτικα έγγραφα και Τυπικά και η πορεία της θα είναι παρόμοια με αυτή των άλλων Μονών. Μετά από την περίοδο ακμής, στον 11ο και 12ο αιώνα, θα γνωρίσει αργότερα τη λαίλαπα των πειρατικών επιδρομών και τις διώξεις των Λατίνων και των Ενωτικών. Η περίοδος της παρακμής της θα διακοπεί στα μέσα του 16ου αιώνα, όταν ο Πατήρ Γεώργιος από την Αδριανούπολη θα μονάσει στην ερημωμένη σχεδόν Μονή και θ’ αφιερωθεί με όλες τις δυνάμεις του στην αναβίωσή της. Στο έργο του αυτό θα βρει συμπαραστάτες τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο και τη σύζυγό του Ρωξάνδρα, που θα της δωρίσουν σημαντικά ποσά και κτήματα, επιτρέποντάς της να λειτουργήσει εκ νέου. Στην αναγέννηση αυτή της Μονής συμπαραστάτης του Γεωργίου θα είναι και ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Θεοφάνης, που στο τέλος της ζωής του θα παραιτηθεί από το αξίωμά του για να ζήσει εκεί σαν ασκητής. Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στην εορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ανάμεσα στα δέκα παρεκκλήσια, που βρίσκονται στην αυλή της Μονής, ξεχωριστή θέση κατέχει το παρεκκλήσι της Γοργοϋπηκόου με την ομώνυμη εικόνα της Παναγίας από τις πιο γνωστές του Αγίου Όρους. Λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της αυλής, το Καθολικό της Μονής είναι ιδιαίτερα υπερυψωμένο και είναι έργο του 16ου αιώνα. Αγιογραφήθηκε στα 1568, από τον Κρητικό ζωγράφο Τζώρτζη, αλλά επιζωγραφίσθηκε στα 1855, με αποτέλεσμα να χαθεί σημαντικό μέρος του εικονογραφικού του κύκλου.
ΜΟΝΗ ΕΝΑΤΗ
Κτισμένη στα τέλη του 10ου αιώνα, η Ιερά Μονή Ζωγράφου είναι μία από τις παλαιότερες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται χωμένη μέσα στο δάσος, σε υψόμετρο 160 μέτρων, μία ώρα μακριά από την παραλία και κοντά σε μια χαράδρα. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τρεις μοναχούς-αδέλφια, που κατάγονταν από την περιοχή της Αχρίδας: τον Μωϋσή, τον Ααρών και τον Ιωάννη οι οποίοι ήλθαν να μονάσουν στο Όρος τον 9ο αιώνα επί αυτοκρατορίας του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού. Τυπικά, αλλά και διάφορα άλλα έγγραφα, θ’ αναφέρουν από τα τέλη του 10ου αιώνα την ύπαρξη της Μονής, που θ’ ακολουθήσει και αυτή κοινή ιστορική διαδρομή με τις άλλες κυρίαρχες Μονές του Αγίου Όρους. Έτσι την περίοδο άνθησης θ’ ακολουθήσει τον 13ο αιώνα μία περίοδος καταστροφών και πειρατικών επιδρομών, ενώ αργότερα, στην περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του Ανδρόνικου, παρατηρείται μία προσπάθεια νέας άνθησης. Οι μοναχοί της θα διωχθούν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄, γνωστού για την ενωτική του πολιτική, όταν στον Πατριαρχικό Θρόνο βρισκόταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος. Οι μοναχοί της Μονής Ζωγράφου θα εναντιωθούν στην ενωτική προσπάθεια του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη και η παράδοση αναφέρει ότι 26 από αυτούς, που έμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία, θα βασανισθούν και θα μαρτυρήσουν το Φεβρουάριο του 1276, ενώ η Μονή θα καεί. Από τον 14ο αιώνα και ύστερα θα ευεργετηθεί από ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών και ιδιαίτερα από το Στέφανο Ε΄ τον Βοεβόδα της Μολδοβλαχίας και το Στέφανο ΣΤ΄ τον «Καλό», που θ’ ανακαινίσει το 1495 την Τράπεζά της. Από την ίδρυσή της η Μονή είχε παράδοση στο να δέχεται Βούλγαρους μοναχούς, μία παράδοση που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Το Καθολικό της εορτάζει στη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου και έχει 14 παρεκκλήσια, από τα οποία τα 3 είναι αγιογραφημένα. Ο ναός ανεγέρθηκε εκ βάθρων και τοιχογραφήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ιδιαίτερης μνείας πρέπει να τύχουν το ξυλόγλυπτο τέμπλο και η Αγία Τράπεζά του, που αποτελούν θαυμάσια δείγματα της αγιορείτικης ξυλογλυπτικής. Η βιβλιοθήκη της Μονής που βρίσκεται στον Πύργο, έχει 550 χειρόγραφους κώδικες από τους οποίους οι 162 είναι στα ελληνικά και οι 388 στα σλαβικά. Έχει ακόμη πάνω από 17.000 έντυπα βιβλία. Μεταξύ των κειμηλίων της περιλαμβάνονται λείψανα αγίων και θαυματουργές εικόνες καθώς και ιστορικά έγγραφα μεγάλης αξίας. Στην περιοχή της Μονής σώζεται ακόμη η καλύβα που ασκήτεψε ο Εθναπόστολος και Ιερομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός.
ΜΟΝΗ ΟΓΔΟΗ
Ανατολικά της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος και δυτικά της Σιμωνόπετρας, σε απόσταση 200 μέτρων περίπου από τη θάλασσα, στο μέσο της νοτιοδυτικής
πλευράς της αθωνικής χερσονήσου, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο βρίσκεται η όμορφη, επιβλητική και κυρίαρχη Μονή Ξηροποτάμου, στο σημείο που άλλοτε βρισκόταν η αρχαία Χαραδρία. Η ίδρυσή της ουσιαστικά τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα, λίγο μετά την ανέγερση της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Η αγιορείτικη παράδοση όμως θέλει τη Μονή Ξηροποτάμου ακόμη πιο παλιά, αποδίδοντας την ίδρυσή της στην Αυτοκράτειρα Πουλχερία, τον 5ο αιώνα μ.Χ. Άλλες πηγές θεωρούν ιδρυτές της Μονής τους Αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και Ρωμανό Λεκαπηνό, στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. Πάντως η επικρατέστερη εκδοχή είναι αυτή που θεωρεί ιδρυτή της Μονής το μοναχό Παύλο Αγιορείτη, σύγχρονο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Η αρχική ονομασία της Μονής ήταν Μονή των «Αγίων Τεσσαράκοντα», αλλά και του «Αγίου Νικηφόρου». Μέχρι τον 13ο αιώνα η Μονή θα ευημερήσει και θ’ αναπτυχθεί, γνωρίζοντας όμως αργότερα καταστροφές από πειρατικές επιδρομές και πυρκαγιές. Θα ευεργετηθεί από τους Αυτοκράτορες Μιχαήλ Η΄ και Ανδρόνικο Β΄ και θα τύχει της εύνοιας του Τούρκου Σουλτάνου Σελίμ Α΄. Σύμφωνα με την παράδοση, Ξηροποταμινοί μοναχοί στις αρχές του 16ου αιώνα, σε περιοδεία τους για τη συγκέντρωση χρημάτων προς βοήθεια της κατεστραμμένης τους Μονής, θα γίνουν δεκτοί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από τον Οθωμανό Σουλτάνο Σελίμ. Ο Σελίμ, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον της Αιγύπτου θα εντυπωσιασθεί από την πίστη και το φρόνημα των Αγιορειτών μοναχών και με ειδικό έγγραφο, το Χατί-Σερίφ, θα δώσει ειδικά προνόμια στις Μονές του Όρους και ιδιαίτερα στην Ξηροποτάμου, την οποία θ’ ανακαινίσει. Το Καθολικό της Μονής τιμάται στο όνομα των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
ΜΟΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
Η Ιερά Μονή Παντοκράτορος βρίσκεται κτισμένη σε ένα θαλασσοδαρμένο βράχο, στην ανατολική πλευρά του Όρους, σε ύψος 30 μέτρων από τη θάλασσα. Η ίδρυση της Μονής Παντοκράτορος ανάγεται στα μέσα του 13ου αιώνα και ιδρυτές-κτίτορές της θεωρούνται δύο ευγενείς Βυζαντινοί αξιωματούχοι. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Στρατηγός Αλέξιος, ο «Μέγας Στρατοπεδάρχης» του Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ του Παλαιολόγου και ο δεύτερος ο «Μέγας Πριμικήριος» Ιωάννης, γαμπρός του Αυτοκράτορα. Η παράδοση θέλει τους δύο αυτούς άνδρες να έρχονται στον Άθω και να μονάζουν σε μικρό κελί, που αργότερα θα αναπτυχθεί και θα πάρει τη μορφή κυρίαρχης Μονής. Την αρχική ανάπτυξη της Μονής θα διεξαχθεί μία περίοδος οικονομικής κρίσης, που θα ενταθεί στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Ενίσχυση από τους ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών και τους Ρώσους Αυτοκράτορες θα βοηθήσει τη Μονή, που όμως θα υποφέρει από πυρκαγιές, η σημαντικότερη των οποίων θα είναι αυτή του 1773. Ένα από τα βασικότερα εξαρτήματα της Μονής είναι η Σκήτη του Προφήτη Ηλία, που οφείλει την ίδρυσή της στο Ρώσο μοναχό Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ, ο οποίος θα έρθει στο Όρος το 1757, σε ηλικία 24 ετών. Η Σκήτη θ’ αναπτυχθεί με την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού Ρώσων μοναχών και θα οργανωθεί σύμφωνα με τον κοινοβιακό ρυθμό, αποκτώντας ουσιαστικά το μέγεθος και τη σπουδαιότητα Μονής. Η ανάπτυξη της Σκήτης του Προφήτη Ηλία και η ανέγερση νέων κτιριακών εγκαταστάσεων, χωρίς την έγκριση της κυρίαρχης Μονής του Παντοκράτορος, θα δημιουργήσει νομικό θέμα στις σχέσεις των δύο καθιδρυμάτων, που θα λυθεί το 1892 με σιγίλιο του Πατριάρχη Νεόφυτου Η΄. Η Μονή εορτάζει στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος και κατέχει την έβδομη θέση στην αγιορείτικη μοναστηριακή ιεραρχία. Το Καθολικό της Μονής, λόγω ελλείψεως χώρου, είναι μικρό και οι αγιογραφίες του αποτελούν δείγμα της Μακεδονικής Σχολής. Ένα από τα σπουδαιότερα κειμήλια της Μονής είναι η φορητή εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας, ένα κομμάτι από την ασπίδα του Αγίου Μερκούριου, Τίμιο Ξύλο και λείψανα πολλών Αγίων. Η βιβλιοθήκη της περιέχει 317 χειρόγραφα, από τα οποία τα 68 είναι σε περγαμηνή, και 5.000 περίπου έντυπα. Λόγω ελλείψεως χώρου η Τράπεζα δεν στεγάζεται σε ξεχωριστό κτίριο, αλλά στον τελευταίο όροφο της δυτικής πτέρυγας των κτισμάτων της Μονής.
ΜΟΝΗ ΕΚΤΗ
Νοτιοδυτικά των Καρυών, επί της βορειοανατολικής πλευράς του Όρους, ανάμεσα σε τεράστια δέντρα και καταπράσινους λόφους βρίσκεται η Μονή Κουτλουμουσίου. Η αρχή της ιστορίας της Μονής ανάγεται στον 11ο και 12ο αιώνα μ.Χ., ενώ σωζόμενο έγγραφο του 1169 μ.Χ. αναφέρει ήδη την ύπαρξή της. Η παράδοση αναφέρει ότι ιδρυτής της Μονής είναι κάποιος Τούρκος ευγενής Κουτλουμούς, που αφού έγινε Χριστιανός, ίδρυσε το μοναστήρι και μόνασε στον Άθωνα. Η Μονή θα περάσει άσχημα χρόνια και θα δεχθεί το τελικό χτύπημα στις αρχές του 14ου αιώνα, όταν θα λεηλατηθεί από τους φοβερούς Καταλανούς επιδρομείς. Έτσι, μπροστά στα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της Μονής, ο Πρώτος Ισαάκ θα της παραχωρήσει για ενίσχυση το 1334 τις Μονές του Σταυρονικήτα, Προφήτη Ηλία, Αναπαυσά και Φιλαδέλφου. Προσπαθώντας να αναπτύξει και πάλι τη Μονή στα μέσα του 14ου αιώνα, ο δραστήριος Ηγούμενός της Χαρίτων, από την Ίμβρο, θα ταξιδέψει στις παραδουνάβιες χώρες, ζητώντας ενίσχυση από τους εκεί ηγεμόνες. Από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της ζητείας αυτής θα είναι ο Ρουμάνος Ιωάννης Βλαδισλάβος, που θα ενισχύσει σημαντικά τη Μονή. Ισχυροί δεσμοί θα δημιουργηθούν με τη Ρουμανία και η Μονή θα γίνει τόπος άσκησης των Ρουμάνων πιστών. Στις αρχές του 15ου αιώνα η Μονή θα γνωρίσει ιδιαίτερη ακμή και λόγω του μεγάλου αριθμού των μοναχών της θα ζητήσει από τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ την παραχώρηση της ερημωμένης Μονής του Αλυπίου, αίτημα που θα πραγματοποιηθεί το 1428 με σιγίλιο. Την εποχή αυτή η Μονή θα φτάσει στην μεγαλύτερή της ακμή, που όμως θα τη διαδεχθεί μία περίοδος παρακμής και καταστροφών από πυρκαγιές, το 1497 και το 1767. Την κρίσιμη αυτή περίοδο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Β΄, αφού παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο, θα βοηθήσει ο ίδιος τη Μονή να κατασκευάσει ξανά τις κατεστραμμένες της πτέρυγες. Νέες πυρκαγιές θα καταστρέψουν τμήματα της Μονής στα 1857, 1870, αλλά και πρόσφατα στα 1980. Το Καθολικό της Μονής, που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, είναι πλούσιο σε τοιχογραφίες και στο μικρό του παρεκκλήσιο φυλάσσεται η ιερή εικόνα της «Φοβερής Προστασίας» της Παναγίας. Στη Μονή Κουτλουμουσίου ανήκει η Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος.